- νήπλυτος
- νήπλῠτος, ον,A unwashed, cj. in Anacr.21.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νήπλυτος — νήπλυτος, ον (Α) άπλυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + πλυτος (< πλύνω), πρβλ. ά πλυτος, δύσ πλυτος] … Dictionary of Greek
νήπλυτον — νήπλυτος unwashed masc/fem acc sg νήπλυτος unwashed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νη- — ν , νε , νω , να (Α) ανάγεται σε ΙΕ στερητικό πρόθημα *ne , που εμφανίζεται κυρίως στη συνεσταλμένη του βαθμίδα *n , η οποία έδωσε στην Ελληνική και το στερητικό πρόθημα α *. Σε άλλες ΙΕ γλώσες η απαθής βαθμίδα *ne χρησιμοποιήθηκε ως ανεξάρτητο … Dictionary of Greek